- ὑπηχλύνθη
- ὑπό-ἀχλύνωaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαχλύνομαι — Α παθ. σκοτεινιάζω βαθμιαία («ὑπηχλύνθη... οὐρανός», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀχλύνομαι «καλύπτομαι με ομίχλη, σκοτεινιάζω»] … Dictionary of Greek